στατιστικός

στατιστικός
-ή, -ό, Ν
1. ο σχετικός με την μεθοδική συλλογή, κατάταξη και ερμηνεία τών φαινομένων τού φυσικού κόσμου ή διαφόρων εκδηλώσεων τού κοινωνικού βίου («στατιστική μελέτη»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο στατιστικός
επιστήμονας ειδικευμένος στη στατιστική
3. το θηλ. ως ουσ. η στατιστική
α) η συλλογή και καταγραφή δεδομένων και στοιχείων και η αναζήτηση σχέσεων μεταξύ τους
β) μέθοδος για την ανάδειξη πιθανών ενδείξεων σε σύνολα που δεν είναι εντελώς γνωστά
γ) η τέχνη και η επιστήμη που ασχολείται με τη συλλογή και ανάλυση στοιχείων και με την εξαγωγή συμπερασμάτων από δεδομένα, όπως είναι λ.χ. τα φορολογικά δεδομένα, οι δικαστικές αποφάσεις, η βιομηχανική και αγροτική παραγωγή κ.ά.
4. φρ. α) «στατιστική αγορών» — η απεικόνιση τών αγορών μιας επιχείρησης με στοιχεία για το είδος, την ποσότητα, την τιμή και την προέλευση τους, σε ορισμένη χρονική περίοδο
β) «στατιστική ανεργίας» — η τήρηση στατιστικών στοιχείων σχετικά με την έκταση τής ανεργίας, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο
γ) «στατιστική αποθεμάτων» — η απεικόνιση τής κίνησης που παρουσιάζουν τα αποθέματα πρώτων υλών και προϊόντων τής επιχείρησης σε μια χρονική στιγμή
δ) «στατιστική εμπορίου» — ο τομέας τής στατιστικής που έχει ως αντικείμενό του τη συγκέντρωση, επεξεργασία και ερμηνεία στοιχείων σχετικών με το εσωτερικό ή το εξωτερικό εμπόριο μιας χώρας
ε) «οικονομική στατιστική» — ο κλάδος τής στατιστικής που ασχολείται με τα οικονομικά φαινόμενα
στ) «στατιστική πωλήσεων» — η απεικόνιση τών πωλήσεων μιας επιχείρησης, με στοιχεία για το είδος, την ποσότητα και την αξία τών πωλήσεων
ζ) «στατιστική συναλλαγών» — η στατιστική που ασχολείται με τις συναλλαγές μιας επιχείρησης, τις αγορές και πωλήσεις
η) «κβαντική στατιστική»
φυσ. η στατιστική που υποθέτει ότι οι ενεργειακές καταστάσεις τών ατομικών ή μοριακών συστημάτων μπορούν να παίρνουν ορισμένες μόνο ενεργειακές τιμές
θ) «κλασική στατιστική»
χημ. στατιστική που μελετά κατανομές μεγεθών σε μοριακά συστήματα με την προϋπόθεση ότι τα συστήματα αυτά μπορούν να έχουν ενεργειακές καταστάσεις στον χρόνο
ι) «στατιστική μηχανική»
φυσ. κλάδος τής φυσικής ο οποίος μελετά και ερμηνεύει τη συμπεριφορά που παρουσιάζουν τα σώματα στη συνήθη κλίμακα με βάση τις ιδιότητες τών μικροσκοπικών συστατικών τους
ια) «εγκληματολογική στατιστική» ή «στατιστική τού εγκλήματος» — συλλογή και ταξινόμηση στοιχείων από ορισμένους κρατικούς φορείς σχετικά με τα εγκλήματα που διαπράττονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή για μια ορισμένη χρονική περίοδο
ιβ) «Εθνική Στατιστική Υπηρεσία τής Ελλάδας» (ΕΣΥΕ)
υπηρεσία που ιδρύθηκε με το ν.δ. 3627/56, υπάγεται στο Υπουργείο Συντονισμού και έχει σκοπό τη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία όλων τών στατιστικών στοιχείων τής χώρας και την επιστημονική ανάλυσή τους για την ανάπτυξη τών κρατικών κατευθύνσεων και τη σύνταξη προγραμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. statistique < λατ. status «κατάσταση». Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στατιστικός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που έχει σχέση με τη στατιστική: Από τους στατιστικούς πίνακες φαίνονται τα ποσοστά αύξησης των ανέργων. ο αυτός που ασχολείται με τη στατιστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικονομετρία — Διεθνής όρος πλασμένος από τα ελληνικά, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κλάδου της οικονομικής επιστήμης, ο οποίος εφαρμόζει τις μεθόδους της οικονομικής ανάλυσης στα δεδομένα που προσφέρει η στατιστική, με σκοπό να δώσει την… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… …   Dictionary of Greek

  • δίδυμα — Βιολογική εξαίρεση του ανθρώπινου είδους που συνίσταται στη γέννηση δύο (ή περισσότερων: τρίδυμα κλπ.) ανθρώπινων όντων με έναν μόνο τοκετό. Η συχνότητα δίδυμων κυήσεων ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα: o μέσος στατιστικός δείκτης κυμαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Πιρλ, Ραϊμόνδος — (Pearl, 1879 – 1940). Αμερικανός βιολόγος, δημογράφος και στατιστικός. Σπούδασε στο κολέγιο Ντάρτμουθ και το 1902 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, όπου δίδαξε ζωολογία. Την περίοδο 1907 1918 ήταν διευθυντής του τμήματος βιολογίας… …   Dictionary of Greek

  • Χαλίμπερτον, Τόμας Τσάλντερ — (Haliburton, 1796 – 1865). Καναδός συγγραφέας. Ήταν κυρίως ευθυμογράφος και υπήρξε ο δημιουργός του Σαμ Σλικ, γυρολόγου ρολογά, του οποίου οι κωμικές περιπέτειες περιγράφονται με λεπτό χιούμορ σε σειρές ευθυμογραφημάτων τα οποία εκδόθηκαν από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”